- κηρότροφος
- (I)κηρότροφος, -ον (Α)ο κατασκευασμένος από κερί, κηρόπλαστος, κέρινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος, οικό-τροφος].————————(II)κηρότροφος, -ον (Α)αυτός που τρέφει τον θάνατο, θανατηφόρος («ὅτε λυγρὰ θαλπούσης ὄφιος κηροτρόφου ὠεὰ γαίῃ», Νικ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηρο-τρόφος, ιππο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.